Από την Ειρήνη Σουργιαδάκη
Ήρθε η νύχτα. Έψαξε για ένα μέρος να κοιμηθεί. Περιπλανήθηκε αρκετές ώρες. Πέρασε μεγάλες λεωφόρους, ολοφώτιστες πλατείες, διέσχισε στενάκια κι άλλα στενάκια, έπεσε πάνω στο σκουπιδιάρικο κι άλλαξε δρόμο- δεν αντέχει το θόρυβο μπίου μπίου μπίου κι αυτό το φως που γυρίζει- τον τρομάζει. Το ‘χει ξαναδεί αυτό το φως και σ’ άλλα αυτοκίνητα που τρέχουν σαν τρελά- ακατανόητα πράγματα. Έπιασε να ψιχαλίζει, πρέπει να κινηθεί γρήγορα αν δε θέλει να γίνει παπί. Καθώς περπατάει στο πεζοδρόμιο βλέπει στα δεξιά του μια πιλοτή πολυκατοικίας. Αυτό θα πει τύχη! Σπρώχνει ελαφριά την πόρτα με τον ώμο του και μπαίνει μέσα πατώντας σαν τη γάτα, όσο πιο αθόρυβα γίνεται. Προχωράει λίγο, απέναντι αυτοκίνητα κι άλλη μια πόρτα, πιο πίσω μια σκοτεινή γωνία. Η βροχή τώρα έχει ξεκινήσει για τα καλά, ευτυχώς είναι προστατευμένος. Μεγάλη υπόθεση το σπίτι, σκέφτεται. Φτάνει στη σκοτεινή γωνίτσα, κοιτάζει γύρω, κάθεται κάτω, σε λίγο ξαπλώνει και κλείνει τα μάτια του. Ο ύπνος ήρθε εύκολα κι ήταν πολύ γλυκός και ήρεμος.