από τη Στεφανία
«Καλά εσύ στον κόσμο σου!», «τώρα αυτό πώς να το πάρω; Αρνητικά; Θετικά;». Τι σημαίνει άραγε; Ουφ, πολλή σκέψη, στην τελική έτσι γεννήθηκα, από τη μια φούσκα βγήκα για να μπω κατευθείαν στη δίκια μου, τη σαπουνόφουσκα, που λίγο παρατηρητικός να ήσουν, έβλεπες τα απτά σχεδόν όρια της. Σαν δεύτερο δέρμα, ανάσαινε, επέλεγε εισερχόμενα, διευθετούσε τα εξερχόμενα και όταν κουραζόταν ή απλά απαξιούσε ή έπαιρνε άδεια από τον προσωπικό της χωροχρόνο και κοιμόταν και μέσα εκεί κοιμόμουν κι εγώ.
«Όχι, για καλό το είπα εγώ. Μου έλειψες, μου άρεσε όταν ήμουν και γω στον κόσμο σου. Πώς θα γίνει να ξαναμπώ εκεί; Μη βγεις ποτέ, μην αλλάξεις».
Κλείνω το τηλέφωνο, βγαίνω στο φως, αλλά δεν είναι όπως παλιά. Η φούσκα κουράστηκε με τόσα εισερχόμενα, πολλή δουλειά λέμε! Εφημερίδες, τηλεόραση, μια άθλια, απρόσωπη και παγκόσμια συχρονικότητα που σε βάλει από παντού και συ δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς πόσες συνέπειες ήδη υφίστασαι, ενώ μέχρι τώρα δεν ήξερες για όλα αυτά. Είναι σαν να πηγαίνεις στη δουλειά προγραμματισμένος και για να είναι σίγουροι ότι η πλύση εγκέφαλου θα πετύχει σε πιάνουν από το πρωί. Νέα νέα, νέα, όλα δυσοίωνα ή απλά τετελεσμένα. Πού ζω; Γιατί νιώθω έτσι; Μπορείτε να φύγετε όλοι;
Παλιά έβγαινα στο δρόμο και κοιτούσα ψηλά τον ουρανό, όπως φαινόταν αναμεσα στις πολυκατοικίες του νέου κόσμου και η φούσκα έπαιρνε μια ανάσα σαν "ευχαριστώ". Ένιωθα δυνατή σαν θεός, από αυτούς που δεν τους όρισαν ποτέ καθήκοντα, ούτε συγκεκριμένες ιδιότητες, που φτιαχτήκαν όταν ο κόσμος ήταν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι πριν ακόμα διαχωριστεί, αρχέγονος, όταν το χάος ήταν η συνήθης κατάσταση, όπου η πολλαπλή πραγματικότητα δεν είχε ακόμα ξεδιπλωθεί, όπου δεν υπήρχε ακόμα καλό και κακό. Υπήρχε μόνο επιθυμία.
Μπαίνω στο μετρό. Άνθρωποι με σίγουρο ύφος ότι πάνε κάπου. Είναι και οι άλλοι σε φούσκες ή μόνο εγώ; Είμαι στο μάτριξ; Οι σταθμοί τρέχουν και δεν έχεις καν τη χρονική επιλογή να σκεφτείς "μα θέλω πραγματικά να κατεβώ εδώ; Μήπως να το ξανασκεφτώ;" Το έχεις ήδη σκεφτεί, έχεις σκεφτεί και το πώς θα στέκεσαι. Πρέπει να δείχνεις σίγουρος, αλλιώς άμα δεν έχεις σκοπό, αν δεν πας κάπου, τότε δεν υπάρχεις.
Μήπως όλα αυτά είναι το δικό μου μάτριξ; Αν αγγίξω τον απέναντι θα περάσει το χέρι μου από την άλλη πλευρά; Ή απλά θα ξυπνήσω; Και αν είναι μάτριξ, τι πιθανότητα έχω να μην έχουν υπολογίσει στο πρόγραμμα αυτή την κίνηση και να μπλοκάρουν όλα σαν ιός που εξαπλώνεται;
Αθήνα, η πόλη των επιλογών και των πολλαπλών συμπάντων και συμβάντων. Ζω ταυτόχρονα σε όλες τις άλλες πραγματικότητες που εμφανίζονται σε κάθε νέα μου επιλογή; Και αν ναι, εγώ το ξέρω; Η πόλη της ελπίδας. Όλοι έρχονται ή έστω έχουν περάσει μια φορά. Είναι μαστ. «Μα καλά δεν έχεις πάει Αθήνα; Πώς έγινε αυτό;»
Πατάς το πόδι και νιώθεις ν' ανοίγονται όλα. Έχεις πλέον επιλογές. Τελικά ποτέ δεν ακουμπάς τον ξένο απέναντι και αυτό σε βαραίνει γιατί τα όρια υπάρχουν μέσα μας, υπήρχαν από πριν και τώρα μπρος στο σταυροδρόμι της επιλογής δεν κάνεις το άλλο βήμα. αλλά τώρα το ξέρεις. Είσαι γνώστης.
Χρόνια μετά, στον οδοντογιατρό, «ναι είχα πάθει κατάθλιψη», «η κατάθλιψη είναι πολυτέλεια, δυσθυμία είχες πάθει. Αυτό είναι κάτι άλλο» «λες, ε; Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ».
Νέες εμπειρίες, νεα αισθήματα. Όσο πιο καταλυτικά τόσο πιο αθόρυβα. Όσο πιο οδυνηρά, τόσο ανάξια τα λόγια, τα τραγούδια... δεν υπάρχει χώρος για αυτά, δεν αφήνει περιθώρια η πραγματικότητα να νιώσεις κατάθλιψη, να αφεθείς στη μελαγχολία παραιτημένος με στην ασφάλεια της φούσκας. Σκοντάφτω. Λες να έσπασε; Λες να έσπασα; Άμα φωνάξω θα μ' ακούσει κανείς ή θα χαθώ εγκλωβισμένη μέσα στη φούσκα που έχει ζαλιστεί με όλα αυτά τα εισερχόμενα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου