Από την άλις
Στρίβουμε στη Βερανζέρου. Είναι γύρω στις δέκα το βράδυ. Είναι πολλές, όμορφες, μαυρούλες. Μικρές, σίγουρα όχι πάνω από εικοσιπέντε. Τις λιμπίζονται οι άντρες. Ανοίγουν τα παράθυρα, τους πουλάνε με νάζι την πραμάτεια τους. Μια χτυπάει και το δικό μας παράθυρο. Δεν ανοίγει ο μικρός -βλέπω στα μάτια του τη ντροπή. Ίσως άμα ήταν με κάνα φίλο του να έκανε πλάκα. Μα τώρα με μένα δεν είχε και πολλά να αραδιάσει.Την ακούω να λέει "δέκα ευρώ το τσιμπούκι". Χαμογελάει. Είναι γλυκιά και όμορφη, αθώα και τόσο παιδί. Την έχουν δασκαλέψει να τα λέει σωστά αυτά τα λίγα λόγια. Καθαρά, με άρθρωση άρτια. Ίσως και να 'ναι από τα λίγα ελληνικά που ξέρει.
Το φανάρι πρασίνιζει κι η σωτηρία της μονίμως φτερουγίζει μακρυά. Να γυναίκες που συνειδητά επιλέγουν τέτοιες δουλειές. Ν' ανοίγουν πόδια και αγκαλιές τα βράδια για να χωρέσουν μέσα τους το ξένο. Αναρωτιέμαι αν μπορούν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Από που ήρθαν και που έμπλεξαν. Κι ύστερα σκέφτομαι πως δεν μπορώ να λύσω τέτοια προβλήματα. Είναι τόσο μακρυά μου όσο πιο κοντά μου. Μα κανείς δεν κάνει τελικά αυτό που διαλαλεί. Kι έτσι βολεύομαι κι εγώ. Να κοιτάω το σπίτι μου,λοιπόν. Κι η Αφρική ή η όποια ήπειρος πατρίδα μεταναστών είναι μακρυά πολύ. Κι όλοι αυτοί ήρθαν εδώ. Στη βρώμικη Αθήνα, στη φιλόξενη Αθήνα, στην έχωψηλάτομέτωπο Αθήνα. Να ξελασπώσουν ήρθαν και να μαζέψουν λεφτάκια. Να τα στείλουν πίσω στους γονιούς και στα παιδιά που ίσως άφησαν εκεί. Κι όταν μαζέψουν πολλά, θα βγάλουν εισιτήρια για 'κει, χωρίς επιστροφή. Έτσι σκέφτομαι και παρηγοριέμαι. Εγώ, με τις αναρχοαριστερόστροφες απόψεις -ίσως μόνο απόψεις. Γιατί οι άλλοι με τις δεξιόστροφες θέλουν να φύγουν όλοι αυτοί από τη χώρα. Αλλά το μόνο που κάνουν για να τους διώξουν είναι πορείες με δακρυγόνα και ξύλο στους μπάτσους. Πώς το λένε; Τραμπουκισμούς. Ναι, κάτι τέτοιο.
Η όποια ακρότητα και το κάθετί κακώς καμωμένο στη χώρα μας, εδώ, από τους μετανάστες έχει φτιαχτεί κι απ'αυτούς συντηρείται. Απ' αυτούς, που μένουν σαν τα ζώα, μέσα σε δυάρια, δέκα-δώδεκα άτομα κι ελπίζουν κοιτώντας από μακρυά το μέλλον, απ' την τρύπα του φωταγωγού. Έτσι,έτσι πρέπει να πιστεύουμε. Μα το νοικοκύρεμα απέχει πολύ απ'αυτούς που μας κυβερνάν. Κι εμείς νομίζω ποτέ δεν υπήρξαμε καλοί νοικοκυραίοι. Είμαστε μόνο πρώτοι στους τσακωμούς κι αναστενάζουμε στα γήπεδα. Πάει καιρός που έχω ν'ακούσω άνθρωπο νέο να παθιάζεται με κάτι. Κι όλοι κατεβάζουν σακούλες σκουπιδιών με ιδανικά πλάι στους τενεκέδες -κάθε βράδυ.
Στρίβουμε στη Βερανζέρου. Είναι γύρω στις δέκα το βράδυ. Είναι πολλές, όμορφες, μαυρούλες. Μικρές, σίγουρα όχι πάνω από εικοσιπέντε. Τις λιμπίζονται οι άντρες. Ανοίγουν τα παράθυρα, τους πουλάνε με νάζι την πραμάτεια τους. Μια χτυπάει και το δικό μας παράθυρο. Δεν ανοίγει ο μικρός -βλέπω στα μάτια του τη ντροπή. Ίσως άμα ήταν με κάνα φίλο του να έκανε πλάκα. Μα τώρα με μένα δεν είχε και πολλά να αραδιάσει.Την ακούω να λέει "δέκα ευρώ το τσιμπούκι". Χαμογελάει. Είναι γλυκιά και όμορφη, αθώα και τόσο παιδί. Την έχουν δασκαλέψει να τα λέει σωστά αυτά τα λίγα λόγια. Καθαρά, με άρθρωση άρτια. Ίσως και να 'ναι από τα λίγα ελληνικά που ξέρει.
Το φανάρι πρασίνιζει κι η σωτηρία της μονίμως φτερουγίζει μακρυά. Να γυναίκες που συνειδητά επιλέγουν τέτοιες δουλειές. Ν' ανοίγουν πόδια και αγκαλιές τα βράδια για να χωρέσουν μέσα τους το ξένο. Αναρωτιέμαι αν μπορούν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Από που ήρθαν και που έμπλεξαν. Κι ύστερα σκέφτομαι πως δεν μπορώ να λύσω τέτοια προβλήματα. Είναι τόσο μακρυά μου όσο πιο κοντά μου. Μα κανείς δεν κάνει τελικά αυτό που διαλαλεί. Kι έτσι βολεύομαι κι εγώ. Να κοιτάω το σπίτι μου,λοιπόν. Κι η Αφρική ή η όποια ήπειρος πατρίδα μεταναστών είναι μακρυά πολύ. Κι όλοι αυτοί ήρθαν εδώ. Στη βρώμικη Αθήνα, στη φιλόξενη Αθήνα, στην έχωψηλάτομέτωπο Αθήνα. Να ξελασπώσουν ήρθαν και να μαζέψουν λεφτάκια. Να τα στείλουν πίσω στους γονιούς και στα παιδιά που ίσως άφησαν εκεί. Κι όταν μαζέψουν πολλά, θα βγάλουν εισιτήρια για 'κει, χωρίς επιστροφή. Έτσι σκέφτομαι και παρηγοριέμαι. Εγώ, με τις αναρχοαριστερόστροφες απόψεις -ίσως μόνο απόψεις. Γιατί οι άλλοι με τις δεξιόστροφες θέλουν να φύγουν όλοι αυτοί από τη χώρα. Αλλά το μόνο που κάνουν για να τους διώξουν είναι πορείες με δακρυγόνα και ξύλο στους μπάτσους. Πώς το λένε; Τραμπουκισμούς. Ναι, κάτι τέτοιο.
Η όποια ακρότητα και το κάθετί κακώς καμωμένο στη χώρα μας, εδώ, από τους μετανάστες έχει φτιαχτεί κι απ'αυτούς συντηρείται. Απ' αυτούς, που μένουν σαν τα ζώα, μέσα σε δυάρια, δέκα-δώδεκα άτομα κι ελπίζουν κοιτώντας από μακρυά το μέλλον, απ' την τρύπα του φωταγωγού. Έτσι,έτσι πρέπει να πιστεύουμε. Μα το νοικοκύρεμα απέχει πολύ απ'αυτούς που μας κυβερνάν. Κι εμείς νομίζω ποτέ δεν υπήρξαμε καλοί νοικοκυραίοι. Είμαστε μόνο πρώτοι στους τσακωμούς κι αναστενάζουμε στα γήπεδα. Πάει καιρός που έχω ν'ακούσω άνθρωπο νέο να παθιάζεται με κάτι. Κι όλοι κατεβάζουν σακούλες σκουπιδιών με ιδανικά πλάι στους τενεκέδες -κάθε βράδυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου