Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Οι 24 ώρες του Γιαπωνέζου στην Αθήνα

από τη Λώρη Ισαάκ

Η Θεοδώρα άνοιξε με καθημερινές κινήσεις τον υπολογιστή και διάβασε το πρώτο μέιλ: «Σκέφτομαι να επισκεφτώ την Αθήνα το σαββατοκύριακο 17-18 Απριλίου. Θα φτάσω στις 17 του μήνα, με την πρωινή πτήση της Easyjet και θα μείνω στο hotel Plaka στην οδό Καπνικαρέας. Έχεις χρόνο να φάμε μαζί το βράδυ της 17ης και ίσως να με ξεναγήσεις για μια μέρα στην Αθήνα; Θα φύγω το απόγευμα της επόμενης μέρας. Best, Yusuke». Απάντησε αμέσως: «Ναι, να έρθεις όποτε θέλεις και φυσικά θα σε ξεναγήσω. Αλλά καταλαβαίνεις ότι θα γίνεις ο τουρίστας με το παγκόσμιο ρεκόρ ελάχιστης παραμονής στην Ελλάδα. Ο χρόνος είναι πολύ λίγος, τι θα ήθελες να κάνουμε αυτές τις ώρες; Μπορούμε να δούμε μουσεία, να δούμε αξιοθέατα ή απλώς να περπατάμε στους δρόμους της πόλης».

«Νομίζω ότι θα προτιμούσα απλώς να περπατήσω στους δρόμους της πόλης. Έχει γίνει η αγαπημένη μου δραστηριότητα τον τελευταίο χρόνο. Πρέπει όμως να δω το naos too Parthenonos και θέλω οπωδήποτε να φάμε meze και να πιούμε κρασί. Θα επιβεβαιώσω και το στερεότυπο του γιαπωνέζου τουρίστα: πρωινό στο Λονδίνο, μεσημεριανό στη Βιέννη και βραδινό στην Αθήνα :Ρ».

Ο Γιούσκι ήταν μοναχοπαίδι, με καταγωγή από το Τόκυο. Δούλευε σε μια από τις μεγαλύτερες δικηγορικές εταιρίες. Είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο με άριστα και ήταν μια αναγνωρισμένη ιδιοφυία. Όταν έγινε 30 ετών η εταιρία τού πρότεινε να τον στείλει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο, για ένα χρόνο. Έτσι ο Γιούσκι ταξίδεψε προς τη Δύση. Στο Λονδίνο, που το βρήκε πολύ βρώμικο σε σχέση με το Τόκυο και δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να μοιράζεται την κουζίνα και την τουαλέτα με άλλα τρία άτομα στην πανεπιστημιακή εστία, γνώρισε την ελληνίδα Θεοδώρα, που έκανε επίσης εκεί ένα μεταπτυχιακό.

«I am not the typical Japanese», της είπε την πρώτη φορά που καθήσαν για καφέ. Οι πρώτες πληροφορίες που ανταλλάξαν ήταν κυρίως πολιτισμικές, ξεδίπλωσε ο καθένας τις γνώσεις του για τη χώρα του άλλου. Η Θεοδώρα συγκινήθηκε όταν της είπε ότι είχε διαβάσει την Οδύσσεια, κι εκείνος ενθουσιάστηκε όταν έμαθε ότι η ελληνίδα είχε δει μια παράσταση του θεάτρου Νο και την Candy Candy, όταν ήταν μικρή.

«Δουλεύω από τις 9 περίπου το πρωί μέχρι τις 9 ή 10 το βράδυ. Τις μέρες που δεν έχουμε καθόλου δουλειά μπορεί να φύγω από το γραφείο κατά τις 7 το απόγευμα, αλλά τις μέρες που έχουμε πολλή δουλειά φεύγω γύρω στις 2 ή 3 τα ξημερώματα. Μερικές φορές μουδιάζει το χέρι μου και τότε καταλαβαίνω ότι πρέπει να σταματήσω να δουλεύω και να πάω για ύπνο». Για αυτό η χρονιά στο Λονδίνο ήταν μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για τον Γιούσκι, που αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί όσο καλύτερα μπορούσε. Με κάθε ευκαιρία που είχε έμπαινε σε τρένα και αεροπλάνα και ταξίδευε σε όποια ευρωπαϊκή χώρα μπορούσε. Αισθανόταν σαν τους νεαρούς προνομιούχους άγγλους περιηγητές των προηγούμενων αιώνων, που όταν έφταναν σε μια ηλικία έκαναν το grand tour στην Ανατολή, και συνέλεγαν εμπειρίες, εικόνες, πληροφορίες και αναμνηστικά.

Η Θεοδώρα άρχισε να σχεδιάζει το εικοσιτετράωρο του Γιαπωνέζου στην Αθήνα. Περίπλοκο... Το ραντεβού ήταν στην πλατεία Καπνικαρέας στις 12.30 το μεσημέρι.

Η πρώτη στάση θα ήταν στην Ακρόπολη, στο Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού, και μετά μια πανοραμική προφορική ξενάγηση από τον Άρειο Πάγο με φόντο σχεδόν όλη την πόλη. Η Θεοδώρα ευχόταν να έχει τουλάχιστον διαύγεια εκείνη η μέρα για να φτάνει το μάτι μέχρι τη θάλασσα. Και να φυσάει το ευλογημένο βοριαδάκι, που κάνει ανάλαφρη την ατμόσφαιρα της πόλης και χαρίζει αυτό το μοναδικό μπλε στον αττικό ουρανό. Μετά θα μπορούσαν να κατέβουν στο Θησείο, να βολτάρουν στον πεζόδρομο, να καθίσουν για καφέ σε κάποιο από τα καφενεία εκεί με φόντο την Ακρόπολη. Ίσως στο Λόντο… Στη συνέχεια θα γύριζαν προς τα πίσω μέσα από την Πλάκα και προς την πλατεία Συντάγματος. Μήπως όμως γινόταν πολύ τουριστικό το πακέτο; Η Θεοδώρα δεν ήθελε να του δείξει μόνο τα τουριστικά σημεία της Αθήνας. Αυτά όμως, που ένας έλληνας θα θεωρούσε πιο αυθεντικά και ίσως πιο ενδιαφέροντα, θα μπορούσαν να γοητεύσουν τον ιάπωνα;

Στο μυαλό της είχε αποκλείσει τα μουσεία, αν και η επίσκεψη του γιαπωνέζου θα ήταν μια καλή ευκαιρία και για την ίδια να επισκεφθεί επιτέλους το Μουσείο της Ακρόπολης. Πάντως με αυτή τη βόλτα σίγουρα θα τους έβρισκε το απογευματάκι, οπότε μετά θα ξαναγυρνούσαν στου Ψυρρή για φαγητό ίσως και για ποτό. Άρχισε να σκέφτεται τι πιάτα θα πρότεινε στο γιαπωνέζο να δοκιμάσει και χαμογέλασε κάνοντας τη σύγκριση της ελληνικής κουζίνας του Λονδίνου με αυτή της Αθήνας.

Αυτοσχεδίαζε και λόγια ξεναγού στο μυαλό της, ξεσκόνιζε τις γνώσεις της για την Ακρόπολη, αλλά τι να του πρωτοπεί; Για τους κίονες και τα αγάλματα; Για τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη και την αθηναϊκή ηγεμονία; Για τις παραστάσεις στις ζωφόρους και τα κλεμμένα ξενιτεμένα αγάλματα; Για το θέατρο του Διονύσου ίσως, και το αρχαίο ελληνικό δράμα. Πού να χωρέσουν αυτά και τόσα άλλα σε μια δίωρη βόλτα στον Ιερό Βράχο… Αναρωτιόταν τι ενδιαφέρον θα του προκαλούσε η Πλάκα. Θα του έλεγε ότι έτσι ήταν η παλιά Αθήνα, ότι εκεί ήταν σα να έχει σταματήσει ο χρόνος, αλλά όχι μια κατασκευασμένη disneyland, παρά μια περιοχή που συνεχίζεται η ιστορία, που αντικατοπτρίζει τις εσωτερικές μετακινήσεις του πληθυσμού και τις οικονομικές ανακατατάξεις. Θα του μιλούσε για την αρχιτεκτονική της, θα έβλεπαν και τα διάσπαρτα αρχαία, τη Ρωμαϊκή Αγορά και τα μικρά εκκλησάκια, θα ανέβαιναν και πιο ψηλά στα Αναφιώτικα.

Μετά από αυτή τη σκέψη όμως πελάγωνε. Θα είχαν στη διάθεσή τους τη μισή Κυριακή για του δείξει το άλλο πρόσωπο της πόλης, ή μάλλον ένα από τα άλλα πρόσωπα της πόλης. Προς τα πού να κινηθούν; Ποιο νήμα της πόλης να πιάσει και να ξετυλίξει για τον ασιάτη φίλο της; Τι θα μπορούσε να κεντρίσει ή να συγκινήσει περισσότερο τον γιαπωνέζο περιηγητή του 21ου αιώνα στην Αθήνα; Το γιουσουρούμ στο Μοναστηράκι; Η κουλτούρα του κυριακάτικου πρωινού καφέ στην πλατεία Εξαρχείων; Να βολτάρουν στην Πανεπιστημίου με τα εμβληματικά κτήριά της και να ανέβουν την οδό Μπενάκη με τα ανεξάρτητα μαγαζιά της.

Από τη μια ήταν οι πινελιές της Ανατολής και από την άλλη ο καθημερινότητα της Δύσης. Κάπου στη μέση λίμναζε η ιστορία της δημιουργίας του ελληνικού κράτους.

Δεν ήθελε να του δείξει την αγορά που πλέον διαθέτουν όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Άλλωστε τι νόημα θα είχε να δει δρόμους με Ζάρα και Η&Μ; Ίσως είχε πιο πολύ ενδιαφέρον να του δείξει τη Δημοτική Αγορά και την οδό Αθηνάς, την πλατεία Δημαρχείου και την οδό Αιόλου.

«Πολύς ποδαρόδρομος», σκέφτηκε η Θεοδώρα την ώρα που αγόραζε ένα cd με μουσικές του Χατζηδάκι κι ένα βιβλίο με ελληνικές συνταγές για να του κάνει δώρο. Στο μυαλό της προσπαθούσε να απομονώσει αυτά τα χαρακτηριστικά της πόλης που την κάνουν διαφορετική, μοναδική. Αντάλλαξαν μερικά ακόμη μέιλ με τον Γιούσκι συζητώντας τις εντυπώσεις του από τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που είχε επισκεφθεί. Συνειδητοποίησε ότι οι διαφορετικές φυλές που όλοι εντόπιζαν ξαφνικά στην Αθήνα δεν ήταν κάποιο πρωτότυπο χαρακτηριστικό, ούτε τα μεγάλα πολυκαταστήματα που έβρισκαν στέγη σε παλιά κτήρια ή οι αναβαθμισμένες περιοχές που λουστράρονταν και άλλαζαν χρήση και θαμώνες. Ωραίες ήταν οι στοές στα πεζοδρόμια, τα τραπεζάκια έξω στα καφέ και οι πεζόδρομοι, αλλά κι αυτά υπήρχαν παντού.

Αυτό που εξήπτε τη φαντασία του Γιούσκι, που τροφοδοτούσε τη σκέψη του και που ήθελε να κρατήσει στα συναισθήματά του και στην ανάμνηση του από την Αθήνα, ήταν ο άνεμος της Ιστορίας που φυσούσε σε όλο το κέντρο της πόλης. Η συνύπαρξη του αρχαίου πολιτισμού με το σύγχρονο τρόπο ζωής. Τα ερείπια που ακόμη στέκονταν, και η δυνατότητά του να περπατήσει ανάμεσά τους και να αναπνεύσει δίπλα τους, νιώθοντας την αυθεντικότητά και τη μοναδικότητά τους. Τα απομεινάρια του αρχαίου πολιτισμού και τα δείγματα του γούστου της εποχής είναι μέρος της καθημερινότητας του αθηναϊκού κέντρου και αποπνέουν ένα ρεαλισμό. Δεν είναι ένα κατασκευασμένο θεματικό πάρκο για να προσελκύει τουρίστες, είναι μια πραγματικότητα που με τον τρόπο της επηρεάζει τον ψυχισμό των ανθρώπων.

Στις 17 Απριλίου τα ξημερώματα η Θεοδώρα πήρε ένα μήνυμα στο κινητό της: «Unlucky», έγραφε ο Γιούσκι και δίπλα μια λυπημένη φατσούλα, «τα αεροπλάνα δεν μπορούν να πετάξουν λόγω της έκρηξης του ηφαιστείου στην Ισλανδία, κι εγώ δεν μπορώ να επαναπρογραμματίσω το ταξίδι μου στην Ελλάδα, γιατί πρέπει να επιστρέψω στο Τόκυο. Στο γραφείο με περιμένουν για δουλειά. Ελπίζω κάποια στιγμή να καταφέρω να επισκεφθώ την Αθήνα. Hugs - Keep in touch».

2 σχόλια:

  1. Λώρη, πολύ ωραίες εικόνες :) Νομίζω ότι δίνουν ακόμη και σε κάποιον μη-Αθηναίο μια αίσθηση για την αύρα της πόλης.
    Μπορεί να φταίει που έχω ένα πάθος με τα ανικανοποίητα, αλλά μου άρεσε ακόμη περισσότερο που τελείωσε "έτσι".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. η αθήνα έχει αυτο τον αερα της αρχαιότητας και νομίζω ότι όλοι οι τουρίστες το εκτιμούν αυτό. Ωραία η ιστορία με τον Ιάπωνα, μήπως είναι αληθινή;

    ΑπάντησηΔιαγραφή