Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Ιωάννου Φωκιανού και Παυσανίου, Παγκράτι

απ' τον Αλέξανδρο Χαντζή
όπως δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες #3

Κάθεται, εδώ και μια ώρα, στα σκαλιά και κλαίει. Όταν περνάει κάποιος νυχτερινός διαβάτης, που πηγαίνει συνήθως βιαστικά στο κοντινό ξενοδοχείο ημιδιαμονής, αυτός σταματάει να κλαίει και απλά σκύβει το κεφάλι του κάνοντας πως δένει το κορδόνι του παπουτσιού του. Που και που, όταν δεν κοιτάει χαμηλά ή όταν δεν έχει κλειστά τα μάτια χωμένα στις παλάμες του, που και που, κοιτάζει την Λίντα που βρίσκεται απέναντί του, στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Με την Λίντα είχαν γνωριστεί έναν χρόνο πριν, μια μέρα σαν κι αυτή. Ο Νίκος είχε βγει έξω για να πάρει τσιγάρα και πριν επιστρέψει στο διαμέρισμά του, κάθισε στα σκαλιά της πολυκατοικίας και άναψε ένα από τα τσιγάρα που μόλις είχε αγοράσει. Το έκανε συχνά αυτό. Εξάλλου, στο διαμέρισμά του είχε περισσότερη ζέστη απ’ ότι έξω. Ήταν γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, όταν πέρασε από μπροστά του η Λίντα και του ζήτησε φωτιά. Ο Νίκος σκέφτηκε πως σίγουρα θα δούλευε στο ξενοδοχείο και πως θα έψαχνε πελάτες στα όρια του τετραγώνου. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως έκανε λάθος, όταν η Λίντα ξαναπέρασε από μπροστά του τρία λεπτά αργότερα. «Καληνύχτα» του είπε και αυτός της έγνεψε χαμογελαστά, ακολουθώντας την με το βλέμμα του μέχρι την διασταύρωση, όπου η Λίντα έστριψε δεξιά.

Μετά λοιπόν από τρεις ή τέσσερις συναντήσεις, στο ίδιο σημείο και την ίδια περίπου ώρα, βρέθηκαν να πίνουν καφέ μαζί και να τα λένε σαν δυο καλοί φίλοι. Η Λίντα έλεγε τα πάντα στον Νίκο. Για την βραδινή δουλειά της που καμμία σχέση δεν είχε με ημιδιαμονές και ξενοδοχεία, για τον πατέρα της που χρειαζόταν βοήθεια τώρα στα γεράματά του, για την γειτόνισσά της που κάθε Παρασκευή βράδυ έβαζε ηλεκτρική σκούπα, για το δάνειο που προσπαθούσε να εξοφλήσει, για το σπίτι που ονειρευόταν απ’ τα δεκαοκτώ να αγοράσει. Αλλά και ο Νίκος δεν της έλεγε λιγότερα. Της είπε τα πάντα για τις σπουδές του που δεν έβρισκαν κανένα επαγγελματικό αντίκρυσμα, για την ανικανότητά του στο να κάνει οικονομία, για τον διάσημο γείτονά του που παρά τα 85 του παρέμενε ακμαίος, για την περίεργη μυρωδιά που είχε το σπίτι του, κάτι σαν μπισκότο και καραμέλα, για το πόσο πολύ ήθελε να φιλήσει την Λίντα.

Δεν άργησαν να τα φτιάξουν και να συγκατοικήσουν στο διαμέρισμά του, έως ότου μπορέσουν να βρουν κάτι μεγαλύτερο ή φτηνότερο. Ήταν όμως κάπου τότε, όταν δεν είχαν συμπληρώσει καν δυο μήνες συγκατοίκησης, που ο Νίκος έχασε τη δουλειά του και αναγκάστηκε να μείνει άνεργος. Στην αρχή, το βρήκε σαν μια ευκαιρία να αλλάξει περιβάλλον και να ασχοληθεί με κάτι που πραγματικά του άρεσε. Όταν όμως πέρασαν τρεις μήνες και δεν είχε βρει τίποτα, άρχισε να αλλάζει όχι μόνο η αισιόδοξη στάση του, αλλά και η συμπεριφορά του. Σταδιακά σταμάτησε να μιλάει και συννενοούταν με την Λίντα μόνο για τα απολύτως απαραίτητα. Η Λίντα, από την μεριά της, απολάμβανε τους καρπούς των κόπων της, μιας και ο μισθός της, τους τελευταίους δύο μήνες, είχε διπλασιαστεί και το δάνειο είχε από καιρό εξοφληθεί. Αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο και γέμισε την ντουλάπα της με καινούρια και ακριβά ρούχα. Όσο και να προσπαθούσε να πείσει τον Νίκο να αγοράσει ένα καινούριο παντελόνι, με τα λεφτά της, αυτός αρνούταν. Έφτασε στο σημείο μάλιστα να μην τρώει για μέρες, παρά να πίνει μόνο νερό. Το σαλόνι είχε μετατραπεί στο δωμάτιό του. Περνούσε όλη την μέρα εκεί, βλέποντας τηλεόραση και πίνοντας νερό από παλιά πλαστικά μπουκάλια που είχε βάλει στο ψυγείο από την προηγούμενη. Μια στο τόσο, του τηλεφωνούσαν οι γονείς του και ήταν μόνο τότε που η Λίντα τον άκουγε όχι μόνο να μιλάει, αλλά να ουρλιάζει και να φωνάζει με όλη του την δύναμη. Μια δυο φορές μάλιστα, τους έκαναν και παρατήρηση απ’ το διπλανό διαμέρισμα.

Η κατάστασή του επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα, κάνοντας την ατμόσφαιρα στο σπίτι τόσο ανυπόφορη που η Λίντα έψαχνε τρόπους να μένει έξω ή να κάνει υπερωρίες. Όταν μάλιστα ένα πρωινό, γύρισε σπίτι από την δουλειά της με τη συνοδεία ενός γιατρού, ο Νίκος όχι μόνο δεν θέλησε να δεχτεί οποιαδήποτε μορφή ψυχιατρικής εξέτασης, αλλά έφτασε στο σημείο να χαστουκίσει την Λίντα και να διώξει τον γιατρό με την απειλή ενός μαχαιριού.

Ώρες μετά, ο Νίκος άφησε το σαλόνι του και την τηλεόραση και κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ήταν κάτι που, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, του άρεσε και τον ηρεμούσε κάπως. Άναψε τσιγάρο και στην πρώτη ρουφιξιά, ξέσπασε σε κλάματα. Σκέφτηκε την Λίντα και την πρώτη φορά που την είδε με το γαλάζιο της φόρεμα και τα γαλάζια της μάτια και την γαλάζια της τσάντα να περνά από μπροστά του. Σκέφτηκε το χαμόγελό της, τα μάτια της, τα χείλη της, τα χέρια της, το δέρμα της. Ήταν όλα αυτά που σκεφτόταν όταν το απορριματοφόρο του δήμου έφτασε και άδειασε μέσα του τον γκρι κάδο, που βρισκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ύστερα, σαν να μην συνέβη τίποτα, άφησε πίσω τον κάδο άδειο και έφυγε. Ο Νίκος, έσβησε το τσιγάρο, έσφιξε στην παλάμη του τα μάτια της Λίντας και άνοιξε την πόρτα της εισόδου. Ίσως είχε ακόμα κάποια λεπτά ώσπου να έρθει η αστυνομία.

6 σχόλια:

  1. Έλα ρε! Ανέβασες το κείμενο; Αχ δύσμοιρη Λίντα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πες μου Άλεξ, είσαι ο καλύτερος στο αστικό θρίλερ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αφού την απάντηση την έχεις, γιατί ρωτάς; Λες να ανεβάσω και κανένα άλλο; Να έχει όλα τα αγαπημένα θέματα. Παιδάκια, αίμα, γονείς. ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σκέτο ή και με τα υπόλοιπα μέσα; Κάτι έχω πάντως...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ποια υπόλοιπα; Αίματα και τέτοια; Ναι, απ' όλα θέλω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή