Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Ο περίεργος Φεβρουάριος του 1981

από τον Αλέξανδρο Χαντζή

Θέλοντας εδώ και καιρό να μετακομίσω σε ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, βρήκα την αγγελία στην προχθεσινή τοπική εφημερίδα άκρως ενδιαφέρουσα. Κάλεσα αμέσως τον αριθμό που υπήρχε κάτω από την αγγελία και να τώρα που βρίσκομαι εδώ, στο παλιό μου σπίτι, να μαζεύω τα πράγματά μου. Πακετάροντας το αρχείο μου, έπεσα πάνω σε μια είδηση που είχα ξεχάσει παντελώς. Τον Φεβρουάριο του 1981, η κοινότητα του Χ συγκλονίστηκε από ένα τρομακτικό γεγονός. Ένας νεαρός βρέθηκε άγρια δολοφονημένος κοντά στην λέσχη ανάγνωσης του πανεπιστημίου Κ. Το παρακάτω απόσπασμα που παραθέτω εδώ, είναι παρμένο από τον τοπικό τύπο που κυκλοφόρησε την επόμενη μέρα του γεγονότος, που για άγνωστους λόγους το φύλαξα μαζί με άλλα έντυπα και χαρτιά σε ένα ντοσιέ.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Λούνα Παρκ

από τη Φωτεινή Γουβέλη

Διέσχιζε σχεδόν τρέχοντας την Ομόνοια. Ως συνήθως, είχε αργήσει. Το μόνο που σκεφτόταν για να πάρει κουράγιο ήταν ότι τουλάχιστον για σήμερα είχε την τέλεια δικαιολογία, στο κέντρο είχε πορεία. Μετά από τρία χρόνια δουλειά ακόμα δεν είχε καταφέρει να ελέγχει εκείνο το καταραμένο χέρι -το δικό της- που κάθε πρωί έπεφτε σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω στο ξυπνητήρι και της εξασφάλιζε μια μικρή παράταση ονειρικής ευτυχίας.

Τώρα βρισκόταν πολύ κοντά στο στόχο, μόλις 2 τετράγωνα και έφτανε. Το φανάρι για τους πεζούς έγινε κόκκινο και αναγκάστηκε να περιμένει μουρμουρίζοντας πόσο άτυχη ήταν μιας και το φανάρι Ομόνοια και 3ης Σεπτεμβρίου συνήθως κρατούσε πολύ.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Μητροπολιτκές Ιστορίες #5 online!

Οι Μητροπολικτές Ιστορίες συνεχίζουν να μοιράζονται στην Αθήνα και θα συνεχίσουν για λίγο καιρό οπότε μπορείτε πάντα κάπου να τις πετύχετε.

Ωστόσο μπορείτε να τις βρείτε και στο
http://issuu.com/metropolisnews/docs/mitropolitikes_istories_5

Οι Οξυβαρείες

από τη Δώρα Κοροβέση

Συγνώμη που μιλάω έτσι, κύριε, αλλά όταν μετακόμισα εδώ διασκέδαζα μέσα στους λευκούς τοίχους βάζοντας οξυβαρείες πάνω στη λέξη. Μου ταίριαζαν. Άσε που μετά ένιωθα ότι ανακάλυπτα το βαθύτερο νόημα, ότι έπαιρνε οξυβαρεία στα αρχαία και ότι έτσι έδενε ο πληθυντικός. Δεν ξέρω αν ήταν πληθυντικός ευγενείας, πάντως μόνο Αθήναι είναι. Αθήνες κι εγώ κύριε τότε έβλεπα μόνο τοίχους γκρι. Κι έπεφταν πάνω οι οξυβαρείες και την έριχναν την Αθήνα κάτω μόνη της και το κατάλαβα μόλις γύρισα στη θάλασσα.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Μητροπολιτικές Ιστορίες #5



Μια φορά κι έναν καιρό στην Αθήνα...
Κυκλοφορεί εντός των ημερών




Αυτό το τεύχος είναι αφιερωμένο στα παραμύθια!

Τα παραμύθια που διαβάζαμε μικροί μεταφέρονται στη σημερινή Αθήνα!


Οι συνεργάτες μας: Τάσος Γραικός (Ο ψεύτης βοσκός), Νικόλας Ζώης (Τα κόκκινα παπούτσια), Εύη Λαμπροπούλου (Η ωραία κοιμωμένη), Κωστής Παττακός (Τα τρία γουρουνάκια), Γιάννης Πλιώτας (Χάνσελ και Γκρέτελ), Γιώργος Πολυμενέας (Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων), Γιώργος Ρομπόλας (Ο Τζακ και η φασολιά), Σταυρούλα Σκαλίδη (Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι), Κωνσταντίνα Τασσοπούλου (Ο ευτυχισμέος πρίγκιπας), Πάρια Τόμπρου (Η τοσοδούλα), Αλέξανδρος Χαντζής (Ο μαγεμένος αυλός)

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Το γράμμα

από την Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
όπως δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες #2

Αποφασίζω να γυρίσω σελίδα.
Ανήμερα των γενεθλίων μου ή μάλλον... όχι.
Ακριβώς μια μέρα μετά.
Απ’ τη στιγμή εκείνη που μου έκανες φραγή εισερχομένων, να μη λαμβάνεις δικά μου mail, να μην διακινδυνέψεις καν το ενδεχόμενο να λάβεις λέξη μου, ελληνική, αγγλική, greeklish…
Ανέφικτο για σένα να γράψεις: μη μ’ ενοχλείς, σου είναι ευκολότερο να μη δεχτείς ενόχληση (ενόχληση;). Αν ήταν ενόχληση θα ‘χες τη δύναμη να την ονομάσεις έτσι. Αλλά δεν την έχεις. Αδύναμος είσαι τελικά.
Αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του ζωδίου σου, επώδυνη.
Αν στηριχτώ σ’ όσα προδίδουν τ’ άστρα, οι τοξότες είναι φιλοσοφημένοι, ανατρεπτικοί κι αρκετά δυναμικοί.
Αυτό το αρκετά, είναι να δεις το σημείο.
Αρκούσε το αρκετά σου, για να γυρίσεις τούμπα τις ζωές μας;

Αρχίζω τη μέρα μου με χασμουρητό. Αντίθεση χαριτωμένη. Αυτό που δηλώνει τη νύστα μου να είναι κι αυτό που τελικά με ξυπνά. Ανοίγω παράθυρο. Αυτόματα ευτυχώς τα παντζούρια και δεν κουράζομαι. Αναδιπλώνεται η βρωμιά τους, δεν θυμάμαι να τα έχω πλύνει απ’ όταν μπήκα στο διαμέρισμα. Αεράκι ελαφρύ, κουρτίνες σε χορευτικό, λίγο χειμώνα θυμίζει, λίγο καλοκαίρι, λίγο σαν κρύο το λες, λίγο σαν δροσούλα. Ανάμεσα σε κάτι είναι, δεν είναι ακριβώς κάτι, σαν εμάς κάποτε, σαν εμένα τούτες τις ημέρες, σαν τις ίδιες τις μέρες μες τις εποχές, σαν εμένα γενικότερα και πάντα.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Στάση Σκαλάκια, Καστέλλα

από τον Γιώργο Πολυμενέα
όπως δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες #3

Ένα κορίτσι μπορεί να έχει πολλές παράξενες συνήθειες, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Όση ώρα περίμενε στη στάση μέχρι να έρθει το τρόλεϊ χάζευε στο περίπτερο τις κρεμασμένες αθλητικές εφημερίδες. Και αυτό δε συνέβη συμπτωματικά μερικές φορές. Άλλωστε, τότε θα ήταν εντυπωσιακό και όχι παράξενο. Αυτό, λοιπόν, συνέβαινε κάθε φορά που κατέβαινε από το σπίτι της για να πάρει το τρόλεϊ από την κεντρική λεωφόρο. Αν θέλω να γίνω πιο ακριβής, οφείλω να αναφέρω μία ακόμα πολύ σημαντική λεπτομέρεια: Δεν χάζευε απλώς τις εφημερίδες, τις παρατηρούσε. Το βλέμμα που αφιέρωνε στα πολύχρωμα εξώφυλλα ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο των υπολοίπων. Οι κόρες των ματιών της κινούνταν σταθερά σαν να ιχνηλατούσαν μία χώρα άγνωστη που η γεωγραφία της περιελάμβανε κλισέ τίτλους, παχιά γράμματα και μεγάλες φωτογραφίες. Συνήθως στεκόταν σε μία συγκεκριμένη απόσταση από τις εφημερίδες, την οποία προφανώς η ίδια θα θεωρούσε ιδανική -ποτέ πιο κοντά ή πιο μακριά. Ούτε την είδα να ακουμπά ποτέ τα πρωτοσέλιδα ή να γυρίζει ελαφρά προς τα πάνω όσα είχαν μεγάλο σχήμα, προκειμένου να αποκαλυφθεί και το δεύτερο μισό τους. Μόλις ξεπρόβαλε το τρόλεϊ από την στροφή στην άκρη του δρόμου, περνούσε από μπροστά μου, αλληλοκαλημεριζόμασταν και πήγαινε στη στάση που βρισκόταν ακριβώς πέντε βήματα πιο μακριά.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Ιωάννου Φωκιανού και Παυσανίου, Παγκράτι

απ' τον Αλέξανδρο Χαντζή
όπως δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες #3

Κάθεται, εδώ και μια ώρα, στα σκαλιά και κλαίει. Όταν περνάει κάποιος νυχτερινός διαβάτης, που πηγαίνει συνήθως βιαστικά στο κοντινό ξενοδοχείο ημιδιαμονής, αυτός σταματάει να κλαίει και απλά σκύβει το κεφάλι του κάνοντας πως δένει το κορδόνι του παπουτσιού του. Που και που, όταν δεν κοιτάει χαμηλά ή όταν δεν έχει κλειστά τα μάτια χωμένα στις παλάμες του, που και που, κοιτάζει την Λίντα που βρίσκεται απέναντί του, στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Με την Λίντα είχαν γνωριστεί έναν χρόνο πριν, μια μέρα σαν κι αυτή. Ο Νίκος είχε βγει έξω για να πάρει τσιγάρα και πριν επιστρέψει στο διαμέρισμά του, κάθισε στα σκαλιά της πολυκατοικίας και άναψε ένα από τα τσιγάρα που μόλις είχε αγοράσει. Το έκανε συχνά αυτό. Εξάλλου, στο διαμέρισμά του είχε περισσότερη ζέστη απ’ ότι έξω. Ήταν γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, όταν πέρασε από μπροστά του η Λίντα και του ζήτησε φωτιά. Ο Νίκος σκέφτηκε πως σίγουρα θα δούλευε στο ξενοδοχείο και πως θα έψαχνε πελάτες στα όρια του τετραγώνου. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως έκανε λάθος, όταν η Λίντα ξαναπέρασε από μπροστά του τρία λεπτά αργότερα. «Καληνύχτα» του είπε και αυτός της έγνεψε χαμογελαστά, ακολουθώντας την με το βλέμμα του μέχρι την διασταύρωση, όπου η Λίντα έστριψε δεξιά.

Φθινόπωρο με rolling stones

από τον Ηλία Κολοκούρη
όπως δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες #4

Είναι καλοκαίρι του 1998. Οι εφημερίδες κοστίζουν εκατό δραχμές, οι μπιγκ μπάμπολ είκοσι η μία, οι μπουγελόφατσες εκατοπενήντα. Κάθομαι σε ένα γραφείο της Ολυμπιακής περιμένοντας τον μπαμπά να τελειώσει απ’ τη δουλειά να πάμε για μπάνιο. Ζωγραφίζω κάτι βάρκες σε έναν υπολογιστή με μαύρη οθόνη και πράσινα γράμματα. Ο θεός να τις κάνει βάρκες. Χαζεύω τα «ΝΕΑ». Μια κυρία ονόματι Μαρία Μαρκουλή έχει γράψει ένα απίστευτο άρθρο. «Οι Ρόλινγκ Στόουνς στην Αθήνα!». Επειδή τα ξέρω αυτά τα κόλπα, δεν την πιστεύω. Ναι καλά, το καρναβάλι μας είχαν πει ότι θα έρθουν στην Πλατεία Γεωργίου οι Τζίπσυ Κίνγκς, για να ανακαλύψει όλη η Πάτρα καθώς περίμενε ότι επρόκειτο για φάρσα του Φερεντίνου με το «Μπαμ!».
Την επόμενη μέρα στα «ΝΕΑ» τα ίδια. Ρε, σήμερα έχει και τηλέφωνα για τα εισιτήρια! Μπαμπά, πριν προλάβω να ρωτήσω καν μου λέει «Θα πάμε». Παίρνουμε ακριβά εισιτήρια, 15000 δραχμές. Τι να γίνει, να μην κληρονομήσουν τίποτα τα παιδιά του Μικ;