Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Το γράμμα

από την Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
όπως δημοσιεύτηκε στις Μητροπολιτικές Ιστορίες #2

Αποφασίζω να γυρίσω σελίδα.
Ανήμερα των γενεθλίων μου ή μάλλον... όχι.
Ακριβώς μια μέρα μετά.
Απ’ τη στιγμή εκείνη που μου έκανες φραγή εισερχομένων, να μη λαμβάνεις δικά μου mail, να μην διακινδυνέψεις καν το ενδεχόμενο να λάβεις λέξη μου, ελληνική, αγγλική, greeklish…
Ανέφικτο για σένα να γράψεις: μη μ’ ενοχλείς, σου είναι ευκολότερο να μη δεχτείς ενόχληση (ενόχληση;). Αν ήταν ενόχληση θα ‘χες τη δύναμη να την ονομάσεις έτσι. Αλλά δεν την έχεις. Αδύναμος είσαι τελικά.
Αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του ζωδίου σου, επώδυνη.
Αν στηριχτώ σ’ όσα προδίδουν τ’ άστρα, οι τοξότες είναι φιλοσοφημένοι, ανατρεπτικοί κι αρκετά δυναμικοί.
Αυτό το αρκετά, είναι να δεις το σημείο.
Αρκούσε το αρκετά σου, για να γυρίσεις τούμπα τις ζωές μας;

Αρχίζω τη μέρα μου με χασμουρητό. Αντίθεση χαριτωμένη. Αυτό που δηλώνει τη νύστα μου να είναι κι αυτό που τελικά με ξυπνά. Ανοίγω παράθυρο. Αυτόματα ευτυχώς τα παντζούρια και δεν κουράζομαι. Αναδιπλώνεται η βρωμιά τους, δεν θυμάμαι να τα έχω πλύνει απ’ όταν μπήκα στο διαμέρισμα. Αεράκι ελαφρύ, κουρτίνες σε χορευτικό, λίγο χειμώνα θυμίζει, λίγο καλοκαίρι, λίγο σαν κρύο το λες, λίγο σαν δροσούλα. Ανάμεσα σε κάτι είναι, δεν είναι ακριβώς κάτι, σαν εμάς κάποτε, σαν εμένα τούτες τις ημέρες, σαν τις ίδιες τις μέρες μες τις εποχές, σαν εμένα γενικότερα και πάντα.

Ανεβάζω volume στο ραδιόφωνο, να καλύπτονται τα τιτιβίσματα που με τσαντίζουν. Αλλάζω σταθμό, ψάχνω Μελωδία, όλο το βράδυ έπαιζε Cosmos μα θέλω κάτι ελληνικό ν’ ακουστεί, για αλλαγή. Αλλαγή θέλω, στις αλλαγές υπάρχω, ποτέ στη συνήθεια, μονάχα όταν κάτι ανανεώνεται γεννιέμαι. Αηδόνια λέγονται, καρδερίνες, ούτε που γνωρίζω, ποτέ δε συμπάθησα ιδιαιτέρως τα πουλιά. Αρνούμαι να φτιάξω καφέ, τσάι, γάλα δε θέλω, το μέλι τελείωσε, δεν πεινάω για να έτρωγα από τώρα τα δημητριακά μου. Ανάβω μπόιλερ, τέσσερα λεπτά όλα κι όλα, τα περιμένω, κάνω ντους. Απλώνω κρέμα, με τραβάει το πρόσωπο, γύρω απ’ τα μάτια, στο μέτωπο, εδώ και μήνες βαθαίνουν οι ρυτίδες μου κι ας είναι φρέσκες. Απολαμβάνω να τις βλέπω. Ας με μεγαλώνουν, δε μ’ ενοχλεί, δώρο δικό σου είναι – κι αυτές και το μεγάλωμα.

Αλλάζω σεντόνια. Άπλυτα γεμίζω τη λεκάνη στο μπαλκόνι, μην τα ‘χω μες τα πόδια μου και μου θυμίζουν δουλειές. Αγχώνομαι εύκολα απ’ τα πρέπει, κι ας είναι μικρά. Ασήμαντα. Αναποδογυρίζω μαξιλάρια, τυλίγω τον μελλοντικό μου ύπνο σε πεντακάθαρες μαξιλαροθήκες. Αντικατοπτρίζομαι στον καθρέφτη της ντουλάπας, κάνω γελοίες γκριμάτσες, κοιτώ το στήθος, την κοιλιά μου, το σημάδι απ’ την εγχείριση που μου είχες φιλήσει, δυσκολεύομαι να μη σε θυμάμαι όταν είμαι γυμνή, διαλέγω ρούχα. Άνετη μπλούζα, κολάν, μποτάκια σχεδόν παιδικά, με γουνάκι στο τελείωμα γιατί όσο να πεις, από χειμώνα ερχόμαστε. Ασπρόμαυρες ριγέ κάλτσες ως το γόνατο, σαν ηρωίδα του Τιμ Μπάρτον που διέφυγε από κόσμο σκοταδιού κι ήρθε στο φως. Από πάνω καμπαρτινούλα ελαφριά, ίσα ίσα κάτι να με καλύπτει γιατί, όσο να πεις, σε καλοκαίρι οδεύουμε. Αφήνομαι να θυμηθώ μαμαδίστικα λόγια:...ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει...Ατάκες νοσταλγώ απ το στόμα της...από Μάρτη καλοκαίρι...Αισιόδοξη πάντοτε η πλευρά των πραγμάτων που μου επισημαίνει. Αυτός είναι ίσως, ο σημαντικότερος λόγος της ύπαρξης των μαμάδων.

Ανυπομονώ να πάω βόλτα, να περπατήσω, να μείνω μόνη. Αστείο. Αφού και μέσα μόνη ήμουν. Αλλά μέσα, ασχολούμαι πάντα με κάτι δικό μου, όχι μ’ εμένα. Αφήνοντας πίσω το σπίτι, τότε μόνο συζητώ με τον εαυτό μου. Αναγκαστικά μαζί του μουρμουράω, ψιθυριστά, να μη μ’ ακούν οι γύρω και με περνούν τρελή. Αν πήγαινα σχολείο, θα τρέλαινα το δάσκαλο να μας πάει εκδρομή, μονοήμερη, ξελογιάστρα ημέρα. Αγοράζω καφέ απ’ το Ολύμπιον. Αυτό που δεν ήθελα πριν να κάνω, τώρα το θέλω, γιατί είναι αλλιώς δοσμένο, τώρα ναι, γουστάρω καφέ. Αγαπώ τις διαδικασίες, όχι τα αποτελέσματα, να σπρώξω την πόρτα, να χαιρετήσω τον Λέλο, να μιλήσω στον Βαγγελάκη ή στον Παρασκευά, όποιος είναι, να γνέψω στους ταξιτζήδες που παρατηρούν ανδρικά το πέρασμά μου. Αραγμένοι από βάρδια, για τον πρωινό ελληνικό τους καφέ, να πω μια καλημέρα στην κυρά Λένη που τηγανίζει μελιτζάνες με κοντομάνικο, έχει όντως γλυκάνει ο καιρός. Αρακάς, ταραμοσαλάτα, χταπόδι με μακαρονάκι, σαρδέλες ψητές με ντομάτα, διαβάζω τον πρόχειρο κατάλογο, σβησμένες σγουρά από μπλε στυλό οι χθεσινές μερίδες. Αφήνω στο μάρμαρο 1,80 ευρώ, ρουφάω freddo με πράσινο χοντρό καλαμάκι, είναι που με πειράζει ο Βαγγέλης για την ομάδα μου, που ‘χει μόνο μπάσκετ. Αγκινάρες α λα πολίτα, φασολάκια λαδερά και σήμερα ειδικά, φακές κόκκινες ξιδάτες. Αυξημένα αισθητά τα νηστίσιμα, είναι Σαρακοστή, Μεγάλη.

Αναπαύσεως. Α’ Νεκτροταφείο, βιτρίνες με σελέμπριτι θανάτους. Αντώνης Τρίτσης. Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτή είναι η διαφήμισή τους, το... εμείς, που θάψαμε τον Νίκο Γκάτσο... Αρδηττού. Απέναντι περνώ, ζικ ζακ ανάμεσα σ’ αυτοκίνητα μισοσταματημένα, σ’ ετοιμότητα για γρήγορη εκκίνηση. Αντιπαθώ τη βιασύνη. Ανάβω νωχελικά κεράκι στην Αγία Φωτεινή, να ξεκινήσω τη μέρα μου με ευχή, μ’ αρέσει που είναι ανάποδη αυτή η εκκλησία. Αντί να ανεβαίνεις σκαλιά, κατεβαίνεις πλακόστρωτη κατηφόρα. Ανάποδο κι αλλοπρόσαλο κάθε τι που αγαπώ. Αθανασίου Διάκου ο δρόμος που γδέρνει τους Στήλους Ολυμπίου Διός. Αυτά τα λουλουδάκια δεν υπήρχαν χθες, είμαι σίγουρη, θυμάμαι πάντα λεπτομέρειες και μικροπράγματα, μόνο σε αυτά χαρίζω τη σημασία μου. Απομιμήσεις μαργαρίτας σε λευκό και μωβ, δεν ξέρω πως λέγονται, ούτε κι έχει σημασία. Άνθη, νεογέννητα.

Αιχμηρά κι άγαρμπα τα πετραδάκια που πατώ. Αυτές οι μπότες είναι για τα σκουπίδια, η αριστερή σόλα τρύπησε, έβγαλε ολόκληρο χειμώνα. Απόσβεση πάντως έκαναν, 49,90 ευρώ από το ΖΑΡΑ. Ανωμαλίες της πέτρας γδέρνουν άτσαλα την πατούσα μου. Από εκεί καταλαβαίνεις πως ήρθε η ώρα να πεταχτεί κάτι; Από το γεγονός πως σήμερα σε ενοχλεί, αυτό που μέχρι χθες ούτε αισθανόσουν; Αναρωτιέμαι. Αναπάντητα ερωτήματα

Ανάγκη που έχω τούτη τη βόλτα! Αναμνήσεις μας, χιλιοπατημένες στον πεζόδρομο, εγώ να σε περιμένω καθισμένη στο πεζούλι κι εσύ να με κοροϊδεύεις φωναχτά, μπροστά στον κόσμο που έβγαινε από το μετρό. Αποβάθρες. Ακρόπολη. Αριστερά το γράφει, δεξιά τη βρίσκεις, κανείς ακόμα να της κάνει παρέα, μονάχα η σημαία σε κυματισμό. Αρεοπαγίτου. Ανηφορίζω. Αργό το βήμα μου, χαζεύει κλειστά μαγαζιά που πουλούν τουρισμό σε τουρίστες. Αγαλματάκια σε μικρογραφία. Αντίγραφα δοχείων. Αρχαία, σε νέα μορφή. Ανάποδα η ταμπέλα που σε λίγες ώρες θα φωνάζει ανοιχτό.

Ανατέλλει η μέρα πλησιάζοντας το Ηρώδειο, πορτοκαλίζει ο ουρανός περνώντας από το μαύρο στο μπλε. Ακούω νυχτολούλουδα που παν για ύπνο, οσμίζομαι τον ήλιο που θα κάνει εμφάνιση σε είκοσι λεπτά, ενοχλούμαι που χρειάζεται να απαντήσω στο φρουρό που μου χαμογελά, βρέχομαι από την παγωμένη κρυάδα του καφέ. Ανακουφίζομαι από την έλλειψη θορύβου. Αναγουλιάζω με σκατά σκύλου που παραλίγο να πατήσω, βρέθηκαν μπροστά μου ξαφνικά. Αναπάντεχα. Αδιόρατα με τρομάζει κάθε τι ξαφνικό, κι ας έχω την ικανότητα να το μετατρέπω σε αναμενόμενο. Ακαριαία. Άμυνα. Απέναντί τους. Αγωνιώ να στρίψω. Αφιερώνω σπάταλα το χρόνο μου σε ελπιδοφόρες εικόνες. Αγκάθια φραγκοσυκιάς που χουν γεννήσει κόκκινα φουντώματα, βαρετό γρασίδι που ‘χει αποκτήσει ενδιαφέρον από εύθραυστες παπαρούνες. Αγριολούλουδα που συναγωνίζονται σε παραγωγή. Ανάμεσα σε σπασμένα μπουκάλια μπύρας που καταναλώθηκε. Αφθονία χαμομηλιού. Ανώνυμες ράτσες φυτών που προκύπτουν ξαφνικά ως δεδομένα, κίτρινα σκούρα, κίτρινα ανοιχτά, πράσινα, κοκκινωπά, μωβ, βυσσινί. Ανεξήγητο πως, όλα αυτά τα χρώματα αν τα έβλεπες σε ντύσιμο θα σε ενοχλούσαν, ενώ στη φύση, σου μοιάζουν φυσικά.

Αφίσες ξεσκισμένες στο σινεμά Θησείον, διαφημίσεις περασμένων εκδηλώσεων, φωτογραφίες περασμένων δεκαετιών σε ιλουστρασιόν χαρτί, για παραπάνω λάμψη, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Τζέημς Ντην, Κλαρκ Γκέημπλ, κάποιες από έργα που παίχτηκαν πέρσι, κάποιες από ταινίες που θα προβληθούν φέτος, σαν την ίδια την προβολή της άνοιξης που πετά το παλιό αναγγέλλοντας το καινούργιο. Ακάθαρτες καρέκλες από πλαστικό.
Αναρριχώμενες περικοκλάδες. Αναρτημένη ενημέρωση: μπορείτε να μας βρείτε και στο internet. Αναγκάζομαι να θυμηθώ το δικό μου mail σε εσένα, εσένα. Απεσταλμένο, που δεν θέλησες. Αντοχές στο χρόνο κλασσικών ταινιών, η σαραντάρα κι ο πρωτάρης, η στρίγγλα που έγινε αρνάκι, όλες θηλυκές, κι η αντοχή γυναίκα, η λυσσασμένη γάτα και μία γάτα να μασουλάει λαίμαργα ξηρά τροφή.

Αδριανού σε γαλήνη, δύο προκάτ πατάτες που ξέφυγαν το χθεσινοβραδινό σκούπισμα, σπόρια ντομάτας που κάποιος σερβιτόρος δεν σφουγγάρισε καλά, μυρωδιά χλωρίνης από καθαρισμένα μαγαζιά. Άστεγος κουλουριασμένος σε κούτα. Αφήνω εξήντα λεπτά να τα βρει αφού ξυπνήσει. Αναρχικά συνθήματα σε τοίχους, ...σκότωσε τον πιο στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα – Καζαντζάκης..., νεοκλασικά κτίρια. Ανακαινισμένα μερικά. Άλλα, όχι. Ακροκέραμα, παραθυρόφυλλα κλειστά, περίτεχνα σχέδια σε κάγκελα, γύψινες λεπτομέρειες σε αρχοντικά, όλα στολίδια σε μία πόλη που σιγά σιγά γίνεται νησί. Αναφιώτικα.

Ακριβώς στον ίσκιο της Ακρόπολης το σημείο που μ’ είχες πάει, που πηγαίνω συνέχεια από τότε, όποτε θέλω να με βρω. Αφουγκράζομαι κόρνες, καυσαέριο. Άγχος, παλμός πρωτεύουσας. Απορώ με το πόσο κοντά και μακριά της είμαι, ταυτόχρονα. Αναζητώ την πόλη στους τενεκέδες φέτας που τώρα φιλοξενούν γεράνια, στο σκύλο που τεμπελιάζει πλάι σε κεραίες ταράτσας, στις τσίγκινες καρέκλες που περιμένουν το ρομάντζο, στα τραπεζάκια με τον πολύχρωμο μουσαμά. Αναζητώ το νησί στις πολυκατοικίες που δε χωρούν καλά καλά στο οπτικό μου πεδίο απ’ την πληθώρα, στη γκρι καταχνιά που απειλεί το γαλάζιο, στον Πύργο των Αθηνών που ξεχωρίζει λόγω ύψους, στο Χίλτον που ξεχωρίζει λόγω σχήματος, είναι και το σπίτι σου από κεί, έτσι κι αλλιώς θα ξεχώριζε στη ματιά μου.

Ανασύρω από τη μνήμη μου ότι πιο πρόσφατό σου έχω, μία τυχαία συνάντηση, στο γύρισμα της σελίδας μου. Ακριβώς μετά τη δική σου φραγή. Αναπάντεχα πάνω σου, πάνω σας, στρίβοντας σ’ ένα δρόμο από τον οποίο ποτέ δεν περνώ, κοιτώντας προς το μέρος σου ενώ δεν είχα να κοιτάξω τίποτα προς τα εκεί, κάτι σαν να με έσπρωξε, ειλικρινά, σε είδα, σε ξανακοίταξα άλλη μία, σε συνειδητοποίησα και σου γύρισα την πλάτη. Ατάραχη, πρώτη φορά που μπόρεσα, χωρίς να πονέσω. Άραγε σε ποιόν από τους δύο μας, θέλησε να δώσει η ζωή το μάθημά της; Αφού εγώ κατάφερα και σελίδα να γυρίσω και πλάτη, σε σένα μάλλον, εσύ να ελέγξεις αν έχεις κάνει γερή περιφρούρηση και σωστή φραγή.


Ασυναίσθητα κύλησε το μάτι μου στην κλειστή σας ομπρέλα που κρατούσες. Αλήθεια είναι ότι, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με αυτήν την εποχή. Αλήθεια είναι ότι, δεν μπορείς με τίποτα να είσαι σίγουρος, ούτε κι εγώ Αλήθεια είναι ότι, παρόλο που προσποιούμουν πως όχι, σας παρακολούθησα όταν μπήκατε στο τρόλεϊ για το σπίτι και τότε ένιωσα πραγματικά καλά. Αυτή κοιτούσε στο πουθενά κι εσύ σε μένα - ξεκάθαρα, έντονα, πικρά, εγκλωβισμένος σ’ ένα μαζικό μέσο που σε πήγαινε όπου ήθελε, την ίδια στιγμή που εγώ, ελεύθερη, πήγαινα όπου ήθελαν τα πόδια μου. Αν το ήθελες, σαφώς θα μπορούσαμε να πηγαίναμε μαζί όπου θέλουμε κι οι δυο, βήμα βήμα.

Άνοιξη. Αλλαγή εποχής, το φωνάζουν κι οι βιτρίνες στην Ερμού, ο FOKAS αντικαθιστά τον χειμώνα με καλοκαίρι, %. Ακραίες καταστάσεις, σαν το ασπρόμαυρο στις κάλτσες μου που κοίταξες, κι η άνοιξη στη μέση μπας και φέρει ισορροπία. Αλλάζει κι η ώρα σήμερα, να θυμηθώ να ρυθμίσω τα ξυπνητήρια μου το βράδυ. Αφυπνίσεις. Αλλεργίες θα ξυπνήσουν, γύρη, γεμάτη η Αθήνα ελιές σε κάθε δρόμο κι η μαμά μου αλλεργική στην ελιά, θα φταρνίζεται διαρκώς. Ανησυχία θα ξυπνήσει από την ομορφιά. Αυξάνεται η έλλειψη όσο αυξάνεται τ’ ωραίο που αντικρίζεις. Ανάδρομη κι η Αφροδίτη, θα ξυπνήσει, διάβασα, παλιούς έρωτες. Αρχή κάνω εγώ, μακριά από τα παλιά. Αρχή, αρχίζω, άρχισα, με α, όπως ανάγκη, αγανάκτηση, άδειασμα, με Άλφα κεφαλαίο, όπως ο Απρίλης που καταφτάνει σε λίγες μέρες, με βαλίτσα του το ψέμα. Από την πρώτη του μέρα, παρόλο που εγώ σου λέω αλήθεια, με άλφα στην αρχή, άλφα στο τέλος, όπως τα αλλοπρόσαλλα, τα ανεξήγητα, όπως τα άξαφνα, όπως το πρώτο γράμμα, της πρώτης λέξης, από κάθε πρόταση που τόση ώρα σου γράφω... Αγάπη μου.

4 σχόλια: