Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Little blue girl

Από την Ειρήνη Μαργαρίτη

You tube… ένα κοριτσάκι είναι πολύ θυμωμένο γιατί δεν μπορεί να βγει έξω γιατί βρέχει. Η Nina Simone τραγουδάει “sit there and count the raindrops falling on you, it’s time you knew”, εγώ δεν είμαι θυμωμένη, ήμουν. H βροχή σταμάτησε κι Εμένα μου άνοιξαν την πόρτα, όμως δεν ξέρω πού να πάω.

Χθες με πήρε τηλέφωνο στις 12:48. Εκείνη την ώρα μιλούσα με μια φίλη μου. Έκλεισα το τηλέφωνο και απάντησα σ’ αυτόν. Αυτός είναι ο σημαντικός. Είναι ο πιο σημαντικός. Είναι το πιο ηλίθιια σημαντικό πράγμα που συμβαίνει στην ζωή μου. Με ρώτησε τι κάνω και του απάντησα ότι είμαι μόνη. Ο συγκάτοικος με εγκατέλειψε. Πήγε διακοπές… Κακόμοιρο κορίτσι μου λέει. Και τί θα κάνεις; Έχεις κάτι να μου προτείνεις του λέω; Να βρεθούμε μου λέει. Σκέφτομαι… επιτέλους αποφάσισε. Του λέω, "θες να έρθεις από εδώ;", μου λέει, "δεν έχω λεφτά πάνω μου και το τελευταίο τρένο πέρασε". Είμαι έτοιμη να του πω, “πάρε ένα ταξί και θα το πληρώσω εγώ”, “τίποτα άλλο μόνο να έρθεις εδώ και θα πληρώσω εγώ”, “θα κάνω τα πάντα για να έρθεις στο σπίτι μου… μόνο έλα και θα σου μαγειρέψω αν πεινάς και δεν θα σε κάνω να σκέφτεσαι αφού δεν θες, στ’ ορκίζομαι  θα είμαι το καλύτερο κορίτσι του κόσμου".

Αλλά χτυπάει το τηλέφωνο, το σταθερό και το ακούει ρε πούστη και μου λέει, "καλά, θα μιλήσουμε" και του λέω "όχι, περίμενε", όμως  το κλείνει. Είναι η φίλη μου πάλι. Είναι θυμωμένη μαζί μου. Μου λέει, “αισθάνομαι ότι με εκμεταλεύεσαι… ότι υπάρχεις μόνο στην δική σου σφαίρα”. Μιλάει ακατάπαυστα. Λέει ότι είμαι εγωίστρια και ότι τώρα που είχε πραγματικά ανάγκη επειδή της κλέψαν το laptop και δεν είχε λεφτά και είναι μόνη της στην Ολλανδία και δεν έχει ένα τρελό έρωτα να ασχολείται κι εγώ εξαφανίστηκα. Γαμώτο, δεν μπορώ να το κλείσω, μάλλον διακυβεύεται η φιλία μας. Και μιλάω και περπατάω. Έχω γυρίσει όλο το σπίτι τουλάχιστον 11 φορές. Αλλά δεν θα το λύσουμε γαμώτο σύντομα. Δεν θα το λύσουμε. Και ο χρόνος περνάει και τον ξέρω… μπορεί να του περάσει. Δεν πρέπει να του περάσει, όχι σήμερα, πρέπει να τον δω και η φίλη μου μιλάει και εγώ σκέφτομαι να προσβληθώ. Δεν πάει άλλο κάτι πρέπει να κάνω για να το κλείσω. Πρέπει να δώσω μια παράταση και της λέω, “αν πιστεύεις αυτό, κάτι μου είπε, δεν μπορούμε να μιλάμε άλλο”. Αλλά δεν το κλείνει, γαμώτο. Τι θα κάνω; Ξέρει ότι μίλησα με αυτόν. Είμαι πάλι στην σφαίρα μου. Θα θυμώσει πολύ. Και μιλάω κι εγώ… έτσι πρέπει να κάνω κάτι να ασχοληθώ. Έχουν περάσει 12 λεπτά να με κατηγορεί και λέω, ”κλείνω, καλό βράδυ”. Χωρίς λόγο, απλά είπα ότι θα το κλείσω. Μου είπε εντάξει κι εγώ μάλλον έχασα μια φίλη.

Έχουν περασει 13 λεπτά και παίρνω τηλέφωνο. Δεν απαντάει. Το ήξερα γαμώτο, το ήξερα. Ξαναπαίρνω μήπως είναι στο μπάνιο. Δεν απαντάει. Μπορεί να έρχεται σκέφτομαι, να είναι στο δρόμο και να μην το ακούει. Στέλνω μύνημα “ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ?”  και ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Δεν του έχω πει το όνομα στο κουδούνι. Μπορεί να έχει ξεχάσει το κινητό του στο σπίτι. Και δεν ξέρει το όνομα στο κουδούνι. Είμαι στην βεράντα. Και σκέφτομαι δεν γίνεται ρε πούστη, όχι σήμερα.

Και τότε το παίρνω απόφαση ότι θα πάω εγώ. Αλλά τον προειδοποιώ. "ΑΝ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΑ ΕΡΘΩ ΕΓΩ". Τίποτα. Καμία απάντηση. Παίρνω  τηλέφωνο ένα φίλο.  "Κοίτα τι μου κάνει", του λέω, "είναι απίστευτος". Του λέω, "θα πάω και θα τα κάνω όλα λίμπα". Μου λέει, "τι να σου πω;" και του λέω, "με προκαλεί, θέλει να με τρελάνει". Μου λέει, "ηρέμησε". Του λέω, "καλά". Κλείνω. Αλλάζω μπλούζα, βάζω μάσκαρα χτενίζομαι και φεύγω. Παίρνω ταξί. Ο οδηγός είναι μεθυσμένος και αντί να ξεκινήσει μιλάει μ’ εναν άλλο ταξιτζή που έχει σταματήσει δίπλα μας. Πού να πάνε λένε. Αρχίζω κι ενοχλούμαι. "Βιάζομαι", λέω. Τίποτα. Να πάνε στην Μαρία στην Κεφαληνίας λένε ή… Αρχίζω και ουρλιάζω. "Είστε καλά; Βιάζομαι σας λέω. Θα κατέβω να πάρω άλλο ταξί. Ξεκινήστε. Βιάζομαι καταλαβαίνετε;". Ξεκινάει κοιτώντας με σαν να είμαι τρελή. "Άγιο Νικόλαο", του λέω.
Είμαστε στην Μιχαήλ Βόδα. Τι κάνω; Μου απαντάω: καλά κάνω. Μόλις μου έδωσε το δικαίωμα. Δεν μπορεί να παίζει έτσι με το νευρικό μου σύστημα. "Η Μιχαήλ Βόδα γίνεται Ιωνίας; Σίγουρα πηγαίνουμε καλά;", φωνάζω στον ταξιτζή. "Ναι", μου λέει, "κοπελιά. Ηρέμησε". Φτάνουμε, πληρώνω και κατεβαίνω, λέω και καληνύχτα και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Προχωράω προς το σπίτι. Νιώθω ότι παίζω σε ταινία. Το σκέφτομαι και αναρωτιέμαι αν είναι καλό.

Είμαι κάτω από το σπίτι. Σκέφτομαι να χτυπήσω το κουδούνι αλλά λέω όχι και βγάζω από την τσάντα τα κλειδιά του. Μου τα είχε δώσει την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Όχι γιατί σημαίνει κάτι αλλά γιατί δεν κλείνει η πόρτα αλλιώς. Ανοίγω, μπαίνω στο ασανσέρ και ανεβαίνω. Αναρωτιέμαι αν έχει καταλάβει ότι είμαι εκεί. Χτυπάω το κουδούνι. Ετοιμάζομαι ψυχολογικά. Θα του φωνάξω, θα τον βρίσω, θα του πω ότι δεν μπορεί να μου το κάνει εμένα αυτό. Όμως δεν ανοίγει. Μαλάκα δεν πάει καλά, σκέφτομαι. Αυτό δεν το περίμενα. Τι θέλει πια από μένα; Να του αποδείξω ότι τολμάω; Ε λοιπόν τολμάω. Βάζω το κλειδί στην κλειδαριά το γυρίζω και πάλι τίποτα, η πόρτα δεν ανοίγει. Μαλάκα τι γίνεται; Ξαναχτυπάω το κουδούνι. Τίποτα. Σκέφτομαι μήπως δεν έχω ξεκλειδώσει. Γυρίζω το κλειδί. Όχι δεν είναι κλειδωμένα. Ξαναπροσπαθώ. Τίποτα. Παίρνω τηλέφωνο. Το ακούω να χτυπάει μέσα. Δεν απαντάει. Άι γαμήσου. Ξαναπαίρνω τηλέφωνο. Καμία απάντηση πάλι. Χτυπάω το κουδούνι πολύ ώρα, αφήνω το δάχτυλο μου εκεί να ασκεί πίεση και παράλληλα έχω το νου μου το πώς φαίνομαι. Μήπως κοιτάει από το ματάκι. Να φαίνομαι θυμωμένη αλλά όχι γελοία.  Γιατί μου το κάνει αυτό ρε πούστη; Γιατί; Τον φαντάζομαι να στέκεται από πίσω. Να σπρώχνει την πόρτα. Ξαναπιάνω το κλειδί και σπρώχνω κι εγώ. Σπρώχνω σαν να φωνάζω "σ' αγαπάω". Λες και μπορώ να του αποδείξω πόσο δυνατή είμαι. Θα νικήσω όλες σου τις αντιστάσεις πούστη, όλες. Αλλά η πόρτα δεν ανοίγει. Τον φαντάζομαι να κάθεται πίσω από την πόρτα. Σκίζω ένα χαρτάκι κι ετοιμάζομαι να του γράψω κάτι, να το ρίξω κάτω από την πόρτα. Σταματάω  και λέω στον εαυτό μου όχι, πρέπει να ηρεμήσεις. Κλωτσάω την πόρτα και φεύγω.

Μπαίνω στο ασανσέρ. Κατεβαίνω. Πηγαίνω και κάθομαι σ’ένα παγκάκι εκεί κοντά, παίρνω τηλέφωνο τον φίλο που πήρα και πριν. "Μαλάκα είναι τρελός", του λέω, "δεν μου ανοίγει". Σοκαρισμένος κι αυτός μου λέει, "φύγε, πήγαινε σπίτι σου". "Όχι", του λέω και εκείνη τη στιγμή το παίρνω απόφαση ότι θα κάτσω στα σκαλιά του και όλο το βράδυ αν χρειαστεί. Γυρνάω πίσω. Ξαναπροσπαθώ να ανοίξω. Τίποτα. Σκέφτομαι ότι μάλλον έχει βάλει κάποιο έπιπλο πίσω από την πόρτα. Κάθομαι στα σκαλιά και του γράφω ένα μύνημα. "Η ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΤΩΡΑ Η ΠΟΥ ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΤΟ ΠΡΩΙ. ΠΑΝΤΩΣ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΣΗΜΕΡΑ". Τίποτα. Λέω να  ελαφρύνω λίγο το κλίμα και στέλνω επίσης "ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΚΑΙ ΤΟΥΑΛΕΤΑ". Τον φαντάζομαι να χαμογελάει καθώς το διαβάζει.

Χαλαρώνω, αφήνω το φως να σβήσει. Σκέφτομαι ότι είναι η τελευταία δοκιμασία σίγουρα. Με τεστάρει. Θα μείνω εδώ και θα του αποδείξω τα πάντα. Ότι αξίζω να με αγαπάει. Αξίζω. Κοιμάμαι στα σκαλιά γι αυτόν. Τον φαντάζομαι μετά από καμιά ώρα να ανοίγει την πόρτα, να με βλέπει να κοιμάμαι στα σκαλιά,  να με παίρνει στην αγκαλιά του και να με πηγαίνει στο κρεβάτι. Να μου λέει πως με αγαπάει και πως τώρα πίστεύει ότι τον αγαπώ κι εγώ και να κάνουμε έρωτα ως την αιωνιότητα. Να ζήσουμε καλά και καλύτερα. σε όλα τα παραμύθια του κόσμου. Ανάβω ένα τσιγάρο. Είμαι σίγουρη. Έκανα το σωστό και όλα θα πάνε καλά.

Έχει περάσει περίπου ένα τέταρτο που είμαι ήρεμη και πείθω τον εαυτό μου να δοκιμάσει μια τελευταία φορά. Δεν ανοίγω το φως. Βγάζω το κλειδί από την τσάντα και προσπαθώ να βρώ την κλειδαριά. Δεν την βρίσκω. Ακούω το κλειδί να γρατζουνάει γλυκά την πόρτα. Ανοίγω το φως και ξαφνικά ακούω βήματα. Ένας μεταλλικός ήχος και η πόρτα ανοίγει. Με κοιτάει ξαφνιασμένος. Τον κοιτάω με απορία και λίγο θυμό. Του λέω, "τι κάνεις; Είσαι τρελός;" και μου απαντάει, "κοιμόμουν".

3 σχόλια: